- αιζηός
- αἰζηός, ο (Α)1. ως επίθ. ρωμαλέος, δυνατός, δραστήριος2. ως ουσ. άνδρας, πολεμιστής, παληκάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας, όπως αβέβαιη είναι και η ακριβής σημ. τής λ. Η επικρατέστερη άποψη (τού Danielsson), που παράγει τη λ. < *αἰζα-Fos «νεαρός, ρωμαλέος» (όπου το *αἶζᾱ είναι παρεκτεταμένη μορφή ενός αρχ. τ. *ἄζα «νεότητα, ευρωστία» που συνδέεται μεταπτωτικώς με το ὄζος «κλαδί, βλαστός»), θεωρείται επίσης παρακινδυνευμένη].
Dictionary of Greek. 2013.